Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιώσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
βάσιμος
-
βιώσω
)
Συνώνυμα
διατηρήσιμος
αειφόρος
ανθεκτικός
3
Αντώνυμα
ανεπαρκής
μη βιώσιμος
ασταθής
3
Ορισμός
Ένας όρος που αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να εξαντληθεί ή να προκαλέσει βλάβη στο περιβάλλον.
Κάτι που μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά, κοινωνικά ή περιβαλλοντικά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Η βιώσιμη ανάπτυξη στοχεύει στην ισορροπία μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας.
Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι βασικό στοιχείο μιας βιώσιμης πολιτικής.
2