1. Λέξη
    βαδίζω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβαδίζω - βασίζω)
  2. Συνώνυμα
    • περπατώ
    • πηγαίνω
    • διασχίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • κάθομαι
    • ακινητώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προχωρώ με τα πόδια, συνήθως με αργό ή σταθερό ρυθμό.
    • Μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο.
    • Συμμετέχω σε μια πορεία ή διαδήλωση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε πρωί βαδίζω στο πάρκο για να χαλαρώσω.
    • Οι προσκυνητές βαδίζουν για ώρες για να φτάσουν στον ναό.
    • Χιλιάδες άνθρωποι βαδίζουν για τα δικαιώματά τους.
    3