Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαδίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβαδίζω
-
βασίζω
)
Συνώνυμα
περπατώ
πηγαίνω
διασχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
κάθομαι
ακινητώ
3
Ορισμός
Προχωρώ με τα πόδια, συνήθως με αργό ή σταθερό ρυθμό.
Μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο.
Συμμετέχω σε μια πορεία ή διαδήλωση.
3
Παραδείγματα
Κάθε πρωί βαδίζω στο πάρκο για να χαλαρώσω.
Οι προσκυνητές βαδίζουν για ώρες για να φτάσουν στον ναό.
Χιλιάδες άνθρωποι βαδίζουν για τα δικαιώματά τους.
3