1. Λέξη
    βασίζω (ρήμα) - (παρόμοια: βασανίζω - βασίζομαι - βασίλι - βαδίζω - βασίλης)
  2. Συνώνυμα
    • επαναπαύομαι
    • στηρίζω
    • θεμελιώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδέω
    • απομακρύνω
    • αποσυντηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • στηρίζω κάτι σε συγκεκριμένα δεδομένα ή γεγονότα
    • εξαρτώμαι από κάτι ή κάποιον
    • θεμελιώνω μια άποψη ή μια θεωρία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η έρευνά του βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα.
    • Η απόφασή της βασίζεται στις συμβουλές του δικηγόρου της.
    • Η θεωρία του βασίζεται σε πολλά χρόνια μελέτης.
    3