Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
βασανίζω
-
βασίζομαι
-
βασίλι
-
βαδίζω
-
βασίλης
)
Συνώνυμα
επαναπαύομαι
στηρίζω
θεμελιώνω
3
Αντώνυμα
αποσυνδέω
απομακρύνω
αποσυντηρώ
3
Ορισμός
στηρίζω κάτι σε συγκεκριμένα δεδομένα ή γεγονότα
εξαρτώμαι από κάτι ή κάποιον
θεμελιώνω μια άποψη ή μια θεωρία
3
Παραδείγματα
Η έρευνά του βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα.
Η απόφασή της βασίζεται στις συμβουλές του δικηγόρου της.
Η θεωρία του βασίζεται σε πολλά χρόνια μελέτης.
3