Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβαδίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβολίζω
-
βαδίζω
-
συμβατός
-
συμβαίνω
)
Συνώνυμα
ταιριάζω
συμφωνώ
εναρμονίζομαι
3
Αντώνυμα
διαφωνώ
αντιβαίνω
συγκρούομαι
3
Ορισμός
Είμαι σύμφωνος με κάτι ή κάποιον.
Πηγαίνω μαζί με κάποιον ή κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Επιτυγχάνω αρμονία ή συμφωνία.
3
Παραδείγματα
Οι απόψεις μας συμβαδίζουν σε αυτό το θέμα.
Ο ρυθμός της μουσικής συμβαδίζει με τα βήματα των χορευτών.
Οι ενέργειές μας πρέπει να συμβαδίζουν με τους στόχους μας.
3