1. Λέξη
    συμβαδίζω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβολίζω - βαδίζω - συμβατός - συμβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • ταιριάζω
    • συμφωνώ
    • εναρμονίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνώ
    • αντιβαίνω
    • συγκρούομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Είμαι σύμφωνος με κάτι ή κάποιον.
    • Πηγαίνω μαζί με κάποιον ή κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
    • Επιτυγχάνω αρμονία ή συμφωνία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι απόψεις μας συμβαδίζουν σε αυτό το θέμα.
    • Ο ρυθμός της μουσικής συμβαδίζει με τα βήματα των χορευτών.
    • Οι ενέργειές μας πρέπει να συμβαδίζουν με τους στόχους μας.
    3