1. Λέξη
    βαλλιστική (επίθετο) - (παρόμοια: βαλλιστικός - ασφαλιστική)
  2. Συνώνυμα
    • πυροβολικός
    • βλητικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • στατικός
    • ακίνητος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη βολή ή την εκτόξευση βλημάτων.
    • Αφορά την επιστήμη που μελετά την κίνηση των βλημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η βαλλιστική μελέτη βοηθά στη βελτίωση της ακρίβειας των πυροβόλων.
    • Οι βαλλιστικές παράμετροι είναι κρίσιμες για τον υπολογισμό της τροχιάς του βλήματος.
    2