Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαλλιστική (επίθετο) - (παρόμοια:
βαλλιστικός
-
ασφαλιστική
)
Συνώνυμα
πυροβολικός
βλητικός
2
Αντώνυμα
στατικός
ακίνητος
2
Ορισμός
Σχετικός με τη βολή ή την εκτόξευση βλημάτων.
Αφορά την επιστήμη που μελετά την κίνηση των βλημάτων.
2
Παραδείγματα
Η βαλλιστική μελέτη βοηθά στη βελτίωση της ακρίβειας των πυροβόλων.
Οι βαλλιστικές παράμετροι είναι κρίσιμες για τον υπολογισμό της τροχιάς του βλήματος.
2