1. Λέξη
    ασφαλιστική (επίθετο) - (παρόμοια: ασφαλιστικός - ασφαλιστής - ασφαλισμένος - βαλλιστική)
  2. Συνώνυμα
    • ασφαλιστικός
    • προστατευτικός
    • εγγυητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επικίνδυνος
    • ανασφαλής
    2
  4. Ορισμός
    • που αφορά την ασφάλιση ή σχετίζεται με αυτή
    • που παρέχει ασφάλεια ή προστασία
    • που σχετίζεται με ασφαλιστικές εταιρείες ή υπηρεσίες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ασφαλιστική εταιρεία μου παρείχε άριστη εξυπηρέτηση.
    • Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις περιλαμβάνουν πολλές εγγυήσεις.
    • Αγόρασα μια ασφαλιστική πολιτική για το αυτοκίνητό μου.
    3