Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλιστική (επίθετο) - (παρόμοια:
ασφαλιστικός
-
ασφαλιστής
-
ασφαλισμένος
-
βαλλιστική
)
Συνώνυμα
ασφαλιστικός
προστατευτικός
εγγυητικός
3
Αντώνυμα
επικίνδυνος
ανασφαλής
2
Ορισμός
που αφορά την ασφάλιση ή σχετίζεται με αυτή
που παρέχει ασφάλεια ή προστασία
που σχετίζεται με ασφαλιστικές εταιρείες ή υπηρεσίες
3
Παραδείγματα
Η ασφαλιστική εταιρεία μου παρείχε άριστη εξυπηρέτηση.
Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις περιλαμβάνουν πολλές εγγυήσεις.
Αγόρασα μια ασφαλιστική πολιτική για το αυτοκίνητό μου.
3