Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαλλιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βαλλιστική
-
βασανιστικός
-
ολιστικός
-
ρεαλιστικός
-
βομβιστικός
-
ασφαλιστικός
-
βαρυτικός
-
εθιστικός
-
πειστικός
-
οριστικός
-
βιαστικός
-
λογιστικός
-
χαριστικός
-
ναζιστικός
-
εγωιστικός
-
σεξιστικός
)
Συνώνυμα
πυροβολικός
βλητικός
εκτοξευτικός
3
Αντώνυμα
στατικός
ακίνητος
2
Ορισμός
Σχετικός με την εκτόξευση βλημάτων ή πυροβολισμών.
Αφορά την κίνηση ή την ικανότητα εκτόξευσης αντικειμένων με μεγάλη ταχύτητα.
2
Παραδείγματα
Το βαλλιστικό βλήμα εκτοξεύτηκε με ακρίβεια στον στόχο.
Η βαλλιστική κίνηση του πυραύλου ήταν εντυπωσιακή.
2