1. Συνώνυμα
    • πυροβολικός
    • βλητικός
    • εκτοξευτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • στατικός
    • ακίνητος
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με την εκτόξευση βλημάτων ή πυροβολισμών.
    • Αφορά την κίνηση ή την ικανότητα εκτόξευσης αντικειμένων με μεγάλη ταχύτητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το βαλλιστικό βλήμα εκτοξεύτηκε με ακρίβεια στον στόχο.
    • Η βαλλιστική κίνηση του πυραύλου ήταν εντυπωσιακή.
    2