1. Λέξη
    βασανίσουν (ρήμα) - (παρόμοια: βασανίζω - βασανίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρώ
    • στρεβλώνω
    • εξαθλιώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • κατευνάζω
    • βοηθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ σωματικό ή ψυχικό πόνο σε κάποιον.
    • Υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βάσανα.
    • Δημιουργώ δυσκολίες ή προβλήματα σε κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι φυλακισμένοι βασανίστηκαν απάνθρωπα.
    • Τον βασάνιζε η ενοχή για το λάθος του.
    • Οι οικονομικές δυσκολίες βασάνισαν την οικογένεια.
    3