Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανίσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
βασανίζω
-
βασανίζομαι
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρώ
στρεβλώνω
εξαθλιώνω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
κατευνάζω
βοηθώ
3
Ορισμός
Προκαλώ σωματικό ή ψυχικό πόνο σε κάποιον.
Υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βάσανα.
Δημιουργώ δυσκολίες ή προβλήματα σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Οι φυλακισμένοι βασανίστηκαν απάνθρωπα.
Τον βασάνιζε η ενοχή για το λάθος του.
Οι οικονομικές δυσκολίες βασάνισαν την οικογένεια.
3