1. Λέξη
    βασανίζω (ρήμα) - (παρόμοια: βασανίζομαι - βασίζω - βασανίσουν)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρώ
    • οδυνώ
    • στρεβλώνω
    • βασανίζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • καταπραΰνω
    • ηρεμώ
    • ανακουφίζομαι
    4
  4. Ορισμός
    • Νυστάζω ή υποφέρω από έντονο ψυχικό ή σωματικό πόνο.
    • Υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βάσανα.
    • Τυραννώ ή εκμεταλλεύομαι κάποιον ψυχολογικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι αναμνήσεις από τον πόλεμο τον βασάνιζαν κάθε βράδυ.
    • Οι ερωτικές της απογοητεύσεις την βασάνιζαν για χρόνια.
    • Ο δάσκαλος βασάνιζε τους μαθητές με ατελείωτες εργασίες.
    3