Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
βασανίζομαι
-
βασίζω
-
βασανίσουν
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρώ
οδυνώ
στρεβλώνω
βασανίζομαι
4
Αντώνυμα
ανακουφίζω
καταπραΰνω
ηρεμώ
ανακουφίζομαι
4
Ορισμός
Νυστάζω ή υποφέρω από έντονο ψυχικό ή σωματικό πόνο.
Υποβάλλω κάποιον σε σωματικά ή ψυχικά βάσανα.
Τυραννώ ή εκμεταλλεύομαι κάποιον ψυχολογικά.
3
Παραδείγματα
Οι αναμνήσεις από τον πόλεμο τον βασάνιζαν κάθε βράδυ.
Οι ερωτικές της απογοητεύσεις την βασάνιζαν για χρόνια.
Ο δάσκαλος βασάνιζε τους μαθητές με ατελείωτες εργασίες.
3