Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
βασίζομαι
-
βασανίζω
-
εμφανίζομαι
-
αυνανίζομαι
-
εξαφανίζομαι
-
βυθίζομαι
-
βασανίσουν
-
αγωνίζομαι
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρούμαι
υποφέρω
αγωνίζομαι
3
Αντώνυμα
ευχαριστιέμαι
απολαμβάνω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονο ψυχικό ή σωματικό πόνο.
Βρίσκομαι σε κατάσταση δυσφορίας ή αγωνίας.
Υφίσταμαι βασανιστήρια ή σωματικά/ψυχικά βάσανα.
3
Παραδείγματα
Βασανίζομαι από τον πόνο στο στήθος μου.
Βασανίζομαι από τύψεις για αυτό που έκανα.
Μετά το ατύχημα, βασανίζομαι κάθε νύχτα από εφιάλτες.
3