1. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρούμαι
    • υποφέρω
    • αγωνίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευχαριστιέμαι
    • απολαμβάνω
    • χαλαρώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω έντονο ψυχικό ή σωματικό πόνο.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση δυσφορίας ή αγωνίας.
    • Υφίσταμαι βασανιστήρια ή σωματικά/ψυχικά βάσανα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Βασανίζομαι από τον πόνο στο στήθος μου.
    • Βασανίζομαι από τύψεις για αυτό που έκανα.
    • Μετά το ατύχημα, βασανίζομαι κάθε νύχτα από εφιάλτες.
    3