Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βγαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βαίνω
-
βγαίνουμε
-
βγαινω
-
ξαναβγαίνω
-
βαραίνω
-
πηγαίνω
)
Συνώνυμα
εξέρχομαι
αναχωρώ
φεύγω
3
Αντώνυμα
μπαίνω
εισέρχομαι
έρχομαι
3
Ορισμός
Να κινείσαι από το εσωτερικό ενός χώρου προς το εξωτερικό.
Να απομακρύνεσαι από ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
Να εμφανίζεσαι ή να γίνεσαι ορατός.
3
Παραδείγματα
Βγαίνω από το σπίτι για να πάω στη δουλειά.
Ο ήλιος βγαίνει από τα βουνά.
Βγήκε νικητής από τον διαγωνισμό.
3