Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βελτιώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
βελτιώνω
-
βεβαιώνομαι
-
μειώνομαι
)
Συνώνυμα
βελτιώνω
εξελίσσομαι
αναπτύσσομαι
προοδεύω
4
Αντώνυμα
επιδεινώνομαι
παρακμάζω
αποδυναμώνομαι
χειροτερεύω
4
Ορισμός
Να γίνομαι καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
Να αναπτύσσομαι θετικά σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο.
Να υφίσταμαι βελτίωση σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Με την εξάσκηση, η γνώση μου στην αγγλική γλώσσα βελτιώνεται συνεχώς.
Μετά την εγχείρηση, η υγεία του ασθενούς βελτιώθηκε σημαντικά.
Οι συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
3