1. Λέξη
    βελτιώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: βελτιώνω - βεβαιώνομαι - μειώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • βελτιώνω
    • εξελίσσομαι
    • αναπτύσσομαι
    • προοδεύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • επιδεινώνομαι
    • παρακμάζω
    • αποδυναμώνομαι
    • χειροτερεύω
    4
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
    • Να αναπτύσσομαι θετικά σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο.
    • Να υφίσταμαι βελτίωση σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Με την εξάσκηση, η γνώση μου στην αγγλική γλώσσα βελτιώνεται συνεχώς.
    • Μετά την εγχείρηση, η υγεία του ασθενούς βελτιώθηκε σημαντικά.
    • Οι συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
    3