1. Συνώνυμα
    • ελαττώνομαι
    • μειώνομαι
    • εξασθενώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αυξάνομαι
    • μεγαλώνω
    • ενισχύομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Γίνομαι μικρότερος σε ποσότητα, ένταση ή μέγεθος.
    • Χάνω την ισχύ ή την έντασή μου.
    • Ελαττώνομαι σε αξία ή σημασία.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
    • Η ζήτηση για το προϊόν μειώθηκε μετά την αύξηση της τιμής.
    • Ο πόνος μειώθηκε μετά τη χορήγηση του φαρμάκου.
    3