Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μειώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απογειώνομαι
-
μειώνω
-
προσγειώνομαι
-
μεταμορφώνομαι
-
χώνομαι
-
βεβαιώνομαι
-
βελτιώνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
ενώνομαι
-
μαίνομαι
-
υψώνομαι
)
Συνώνυμα
ελαττώνομαι
μειώνομαι
εξασθενώ
3
Αντώνυμα
αυξάνομαι
μεγαλώνω
ενισχύομαι
3
Ορισμός
Γίνομαι μικρότερος σε ποσότητα, ένταση ή μέγεθος.
Χάνω την ισχύ ή την έντασή μου.
Ελαττώνομαι σε αξία ή σημασία.
3
Παραδείγματα
Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Η ζήτηση για το προϊόν μειώθηκε μετά την αύξηση της τιμής.
Ο πόνος μειώθηκε μετά τη χορήγηση του φαρμάκου.
3