Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιάζουν (ρήμα) - (παρόμοια:
βγάζουν
-
βιάζομαι
-
βιάζω
)
Συνώνυμα
επιβάλλουν
προσβάλλουν
εξαναγκάζουν
3
Αντώνυμα
πείθουν
προτρέπουν
προσφέρουν ελευθερία
3
Ορισμός
να αναγκάζουν κάποιον να κάνει κάτι με τη βία ή υπό πίεση
να παραβιάζουν τη θέληση ή τα δικαιώματα κάποιου
2
Παραδείγματα
Οι εισβολείς βιάζουν τους νόμους της χώρας.
Δεν πρέπει να βιάζουν την ελευθερία του λόγου.
2