Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκβιάζω
-
βιάζουν
-
βάζω
-
βουλιάζω
-
βιάζομαι
)
Συνώνυμα
εξαναγκάζω
προκαλώ
επιταχύνω
3
Αντώνυμα
επιβραδύνω
καθυστερώ
αναβάλλω
3
Ορισμός
Επιβάλλω κάτι με βία ή πίεση.
Κάνω κάτι να συμβεί πιο γρήγορα από το φυσικό του ρυθμό.
2
Παραδείγματα
Ο δικτάτορας βίασε τον λαό να δεχτεί τις αποφάσεις του.
Η έκτακτη ανάγκη βίασε την ομάδα να ολοκληρώσει το έργο πριν από το χρονοδιάγραμμα.
2