1. Συνώνυμα
    • επιταχύνομαι
    • σπεύδω
    • προχωρώ βιαστικά
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρώνω
    • αργοπορώ
    • καθυστερώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι με μεγάλη ταχύτητα ή υπό πίεση, χωρίς την απαραίτητη προσοχή.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή επείγουσας ανάγκης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Βιάστηκα να τελειώσω την εργασία μου πριν το ηλιοβασίλεμα.
    • Μην βιάζεσαι, έχουμε αρκετό χρόνο.
    2