Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βελτιώνω
-
επιβιώνω
-
αποβιώνω
-
βεβαιώνω
)
Συνώνυμα
ζω
διαβιώνω
υφίσταμαι
αντέχω
4
Αντώνυμα
πεθαίνω
εξαφανίζομαι
σταματώ
3
Ορισμός
Να ζω ή να υπάρχω σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή κατάσταση.
Να περνάω μια συγκεκριμένη εμπειρία ή κατάσταση.
Να αντιμετωπίζω μια δύσκολη ή επώδυνη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Βιώνω μια όμορφη περίοδο στη ζωή μου.
Δεν θέλω να βιώσω ξανά μια τέτοια τραγωδία.
Πολλοί άνθρωποι βιώνουν τη φτώχεια καθημερινά.
3