1. Λέξη
    βιώνω (ρήμα) - (παρόμοια: βελτιώνω - επιβιώνω - αποβιώνω - βεβαιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ζω
    • διαβιώνω
    • υφίσταμαι
    • αντέχω
    4
  3. Αντώνυμα
    • πεθαίνω
    • εξαφανίζομαι
    • σταματώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να ζω ή να υπάρχω σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή κατάσταση.
    • Να περνάω μια συγκεκριμένη εμπειρία ή κατάσταση.
    • Να αντιμετωπίζω μια δύσκολη ή επώδυνη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Βιώνω μια όμορφη περίοδο στη ζωή μου.
    • Δεν θέλω να βιώσω ξανά μια τέτοια τραγωδία.
    • Πολλοί άνθρωποι βιώνουν τη φτώχεια καθημερινά.
    3