Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιβιώσω
-
επιβεβαιώνω
-
βιώνω
)
Συνώνυμα
διατηρούμαι
επιζώ
ζω
3
Αντώνυμα
πεθαίνω
εξαφανίζομαι
2
Ορισμός
Να συνεχίζω να ζω παρά τις δυσκολίες ή τις απειλές.
Να παραμένω σε ύπαρξη ή να συνεχίζω να υπάρχω.
2
Παραδείγματα
Παρόλο τις δυσκολίες, κατάφεραν να επιβιώσουν.
Η παράδοση αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα.
2