1. Λέξη
    βλέπομαι (ρήμα) - (παρόμοια: προβλέπομαι - έπομαι - βλέπεται - βλέπουμε - βλέπω - ντρέπομαι)
  2. Συνώνυμα
    • φαίνομαι
    • εμφανίζομαι
    • προβάλλομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβομαι
    • εξαφανίζομαι
    • αφανίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εμφανίζομαι σε κάποιον, γίνομαι ορατός.
    • Παριστάνομαι, δίνω την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο καθρέφτη βλέπομαι πολύ κουρασμένος σήμερα.
    • Στην ταινία, ο ηθοποιός βλέπεται σαν τον ήρωα, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετικός.
    2