1. Λέξη
    ντρέπομαι (ρήμα) - (παρόμοια: μετατρέπομαι - έπομαι - βλέπομαι - ντύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλούμαι
    • αισθάνομαι άσχημα
    • νιώθω αμηχανία
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεν ντρέπομαι
    • είμαι αδιάντροπος
    • είμαι θρασύς
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω αμηχανία ή ενοχή για κάτι που έκανα ή είπα.
    • Αισθάνομαι άβολα ή ντροπή λόγω μιας κατάστασης ή συμπεριφοράς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ντρέπομαι που δεν σου είπα την αλήθεια από την αρχή.
    • Ντρέπομαι όταν με επαινούν δημοσίως.
    2