Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βολικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
βολικός
-
υπερβολικά
-
βορειοανατολικά
)
Συνώνυμα
ενεργά
δραστήρια
προσβλητικά
3
Αντώνυμα
παθητικά
αδρανώς
υποχωρητικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει ενεργητικότητα ή επιθετικότητα.
Με τρόπο που σχετίζεται με τη βία ή τη δύναμη.
2
Παραδείγματα
Οι διαδηλωτές αντιστάθηκαν βολικά στην αστυνομία.
Η ομάδα έπαιξε βολικά και κέρδισε το παιχνίδι.
2