Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερβολικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
υπερβολικός
-
υπερβολή
-
βολικά
)
Συνώνυμα
αδικαιολόγητα
υπερβολικώς
ακραία
3
Αντώνυμα
μέτρια
λογικά
συνετά
3
Ορισμός
Με τρόπο που ξεπερνά τα συνηθισμένα ή τα αναμενόμενα όρια.
Με υπερβολικό τρόπο, χωρίς μέτρο.
2
Παραδείγματα
Υπερβολικά ενθουσιασμένος για την εκδήλωση.
Έκανε υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες.
2