1. Λέξη
    υπερβολικά (επίρρημα) - (παρόμοια: υπερβολικός - υπερβολή - βολικά)
  2. Συνώνυμα
    • αδικαιολόγητα
    • υπερβολικώς
    • ακραία
    3
  3. Αντώνυμα
    • μέτρια
    • λογικά
    • συνετά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που ξεπερνά τα συνηθισμένα ή τα αναμενόμενα όρια.
    • Με υπερβολικό τρόπο, χωρίς μέτρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Υπερβολικά ενθουσιασμένος για την εκδήλωση.
    • Έκανε υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες.
    2