Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βολικά
-
ολικός
-
συμβολικός
-
διαβολικός
-
πολικός
-
υπερβολικός
-
σχολικός
-
βιβλικός
-
βορειοανατολικός
-
συνολικός
-
καθολικός
-
βασιλικός
-
διπολικός
-
υλικός
-
βοσκός
-
βοηθητικός
-
αλκοολικός
-
ανατολικός
)
Συνώνυμα
ευέλικτος
προσαρμοστικός
ευκολοπροσπέλαστος
3
Αντώνυμα
άκαμπτος
αμετάβλητος
απρόσιτος
3
Ορισμός
Εύκολος στην προσέγγιση ή στην επικοινωνία.
Που μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε διαφορετικές συνθήκες ή ανάγκες.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ήταν πολύ βολικός και βοήθησε όλους τους μαθητές.
Η νέα εφαρμογή είναι πολύ βολική στη χρήση.
2