Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβαρδίζουν (ρήμα) - (παρόμοια:
βομβαρδίζω
-
βομβαρδισμός
)
Συνώνυμα
επιτίθενται
πυροβολούν
χτυπούν
3
Αντώνυμα
προστατεύουν
υπερασπίζονται
2
Ορισμός
Επιτίθενται με βόμβες ή πυρά.
Υφίστανται συνεχή επίθεση ή κριτική.
2
Παραδείγματα
Οι εχθροί βομβαρδίζουν την πόλη.
Τα μέσα ενημέρωσης βομβαρδίζουν τον πολιτικό με ερωτήσεις.
2