1. Λέξη
    βομβαρδίζω (ρήμα) - (παρόμοια: βομβαρδίζουν - βομβαρδισμός - βομβαρδιστικό)
  2. Συνώνυμα
    • πυροβολώ
    • ρίχνω βόμβες
    • επιτίθεμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • υπερασπίζομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Επιτίθεμαι με βόμβες ή πυρά.
    • Υφίσταμαι συνεχή επίθεση ή κριτική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αεροπλάνα βομβάρδισαν τις εχθρικές θέσεις.
    • Τα ΜΜΕ βομβάρδισαν τον πολιτικό με ερωτήσεις.
    2