Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβαρδισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βομβαρδιστικό
-
βομβαρδίζω
-
βομβαρδίζουν
)
Συνώνυμα
πυροβολισμός
κανονιοβολισμός
επιδρομή
3
Αντώνυμα
άμυνα
προστασία
υπεράσπιση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του βομβαρδίζω, δηλαδή η επίθεση με βόμβες ή πυρά.
Στρατιωτική επιχείρηση κατά την οποία ρίχνονται βόμβες ή γίνεται έντονος πυροβολισμός.
2
Παραδείγματα
Ο βομβαρδισμός της πόλης προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο βομβαρδισμός ήταν συνεχής.
2