1. Συνώνυμα
    • εκρηκτικός
    • δυναμικός
    • ανατινάξιμος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασφαλής
    • σταθερός
    • ήρεμος
    3
  3. Ορισμός
    • που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη ή να εκραγεί
    • που σχετίζεται με εκρήξεις ή βόμβες
    • που έχει μεγάλη επίδραση ή ένταση
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο βομβιστικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε από απόσταση.
    • Η βομβιστική επίθεση προκάλεσε μεγάλες ζημιές.
    • Ο βομβιστικός ρυθμός της μουσικής μας συγκλόνισε.
    3