Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βομβιστής
-
βομβαρδιστικό
-
βαλλιστικός
-
βασανιστικός
-
οριστικός
-
ολιστικός
-
εθιστικός
-
πειστικός
-
βιαστικός
-
λογιστικός
-
ναζιστικός
-
χαριστικός
-
εγωιστικός
-
βοηθητικός
-
σεξιστικός
)
Συνώνυμα
εκρηκτικός
δυναμικός
ανατινάξιμος
3
Αντώνυμα
ασφαλής
σταθερός
ήρεμος
3
Ορισμός
που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη ή να εκραγεί
που σχετίζεται με εκρήξεις ή βόμβες
που έχει μεγάλη επίδραση ή ένταση
3
Παραδείγματα
Ο βομβιστικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε από απόσταση.
Η βομβιστική επίθεση προκάλεσε μεγάλες ζημιές.
Ο βομβιστικός ρυθμός της μουσικής μας συγκλόνισε.
3