Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βρεγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μπλεγμένος
-
βαμμένος
)
Συνώνυμα
υγρός
διαβρεγμένος
ποτισμένος
3
Αντώνυμα
στεγνός
ξηρός
αβρεγμένος
3
Ορισμός
που έχει βραχεί με νερό ή άλλο υγρό
που είναι γεμάτος υγρασία
που έχει επηρεαστεί από υγρασία
3
Παραδείγματα
Οι βρεγμένες πετσέτες κρέμονται στον ήλιο.
Μετά τη βροχή, το χώμα ήταν εντελώς βρεγμένο.
Φόρεσε τα βρεγμένα ρούχα του και κρύωσε.
3