1. Συνώνυμα
    • χρωματισμένος
    • ζωγραφισμένος
    • βαφτισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αβάφτιστος
    • αχρωμάτιστος
    • αζωγράφιστος
    3
  3. Ορισμός
    • Έχει υποστεί διαδικασία βαφής ή χρωματισμού.
    • Μεταφορικά, έχει επηρεαστεί ή έχει αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο τοίχος ήταν βαμμένος με μπλε χρώμα.
    • Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά, ήταν βαμμένος με την κουλτούρα της εταιρείας.
    2