Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βλαμμένος
-
θαμμένος
-
αναμμένος
-
γραμμένος
-
βασισμένος
-
στραμμένος
-
ξαναμμένος
-
βασανισμένος
-
κρυμμένος
-
κλεμμένος
-
βρεγμένος
-
θλιμμένος
-
διεστραμμένος
)
Συνώνυμα
χρωματισμένος
ζωγραφισμένος
βαφτισμένος
3
Αντώνυμα
αβάφτιστος
αχρωμάτιστος
αζωγράφιστος
3
Ορισμός
Έχει υποστεί διαδικασία βαφής ή χρωματισμού.
Μεταφορικά, έχει επηρεαστεί ή έχει αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
2
Παραδείγματα
Ο τοίχος ήταν βαμμένος με μπλε χρώμα.
Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά, ήταν βαμμένος με την κουλτούρα της εταιρείας.
2