Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλεγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βρεγμένος
-
μπλοκαρισμένος
-
μπερδεμένος
)
Συνώνυμα
εμπλεκόμενος
συμμετέχων
εμπλεκόμενος
3
Αντώνυμα
αμέτοχος
αποσυρμένος
αμέτοχος
3
Ορισμός
Εμπλεκόμενος σε μια κατάσταση ή συμβάν.
Αυτός που συμμετέχει ή εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα ή συμβάν.
2
Παραδείγματα
Ο μπλεγμένος στην υπόθεση αρνήθηκε να δώσει δηλώσεις.
Ήταν μπλεγμένος σε μια περίπλοκη κατάσταση που δεν μπορούσε να ξεμπλέξει.
2