1. Λέξη
    μπλεγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: βρεγμένος - μπλοκαρισμένος - μπερδεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εμπλεκόμενος
    • συμμετέχων
    • εμπλεκόμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμέτοχος
    • αποσυρμένος
    • αμέτοχος
    3
  4. Ορισμός
    • Εμπλεκόμενος σε μια κατάσταση ή συμβάν.
    • Αυτός που συμμετέχει ή εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα ή συμβάν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μπλεγμένος στην υπόθεση αρνήθηκε να δώσει δηλώσεις.
    • Ήταν μπλεγμένος σε μια περίπλοκη κατάσταση που δεν μπορούσε να ξεμπλέξει.
    2