Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βρομερός (επίθετο) - (παρόμοια:
βροχερός
-
βρωμερός
-
τρομερός
)
Συνώνυμα
δυσάρεστος
δυσώδης
απαίσιος
3
Αντώνυμα
ευωδιαστός
ευχάριστος
αρωματικός
3
Ορισμός
Που έχει δυσάρεστη μυρωδιά.
Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή λόγω της μυρωδιάς του.
2
Παραδείγματα
Ο βρομερός σκύλος χρειαζόταν μπάνιο.
Το δωμάτιο ήταν βρομερό από τα σκουπίδια.
2