1. Λέξη
    βρωμερός (επίθετο) - (παρόμοια: βρομερός - βροχερός - βρωμώ)
  2. Συνώνυμα
    • ακάθαρτος
    • βρόμικος
    • λεκιασμένος
    • αηδιαστικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • απολυμασμένος
    • στιλπνός
    3
  4. Ορισμός
    • Που είναι γεμάτος βρωμιά ή λεκέδες.
    • Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή λόγω της εμφάνισής του ή της μυρωδιάς του.
    • Που χαρακτηρίζεται από ηθική ακαθαρσία ή αισχρότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο βρωμερός δρόμος ήταν γεμάτος σκουπίδια.
    • Φόρεσε βρωμερό παντελόνι με κηλίδες από πηλό.
    • Η συμπεριφορά του ήταν βρωμερή και ανέντιμη.
    3