Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βρωμερός (επίθετο) - (παρόμοια:
βρομερός
-
βροχερός
-
βρωμώ
)
Συνώνυμα
ακάθαρτος
βρόμικος
λεκιασμένος
αηδιαστικός
4
Αντώνυμα
καθαρός
απολυμασμένος
στιλπνός
3
Ορισμός
Που είναι γεμάτος βρωμιά ή λεκέδες.
Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή λόγω της εμφάνισής του ή της μυρωδιάς του.
Που χαρακτηρίζεται από ηθική ακαθαρσία ή αισχρότητα.
3
Παραδείγματα
Ο βρωμερός δρόμος ήταν γεμάτος σκουπίδια.
Φόρεσε βρωμερό παντελόνι με κηλίδες από πηλό.
Η συμπεριφορά του ήταν βρωμερή και ανέντιμη.
3