1. Λέξη
    ξεγελάσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεγελάω - ξεγελάσουμε - ξεγελώ - γελάσω)
  2. Συνώνυμα
    • εξαπατώ
    • παραπλανώ
    • κοροϊδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινίζομαι
    • λέω την αλήθεια
    • ειλικρινής
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό.
    • Παίρνω κέρδος ή πλεονέκτημα μέσω εξαπάτησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησε να με ξεγελάσει με ψέματα για το παρελθόν του.
    • Οι απατεώνες ξεγέλασαν πολλούς ανθρώπους με τις απάτες τους.
    2