Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεμίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίζω
-
γεμίσω
)
Συνώνυμα
γεμώ
γεμίζω
γεμίζω
γεμίζω
4
Αντώνυμα
αδειάζω
εκκενώνω
2
Ορισμός
Να γεμίζω κάτι με κάποιο υλικό ή αντικείμενο.
Να γεμίζω κάποιο χώρο με ανθρώπους ή πράγματα.
Να γεμίζω κάποιο χρονικό διάστημα με δραστηριότητες ή γεγονότα.
3
Παραδείγματα
Γέμισα το ποτήρι με νερό.
Η αίθουσα γέμισε με κόσμο.
Η ημέρα μου γέμισε με δουλειές.
3