1. Λέξη
    γεμίζω (ρήμα) - (παρόμοια: γκρεμίζω - γεμίσω)
  2. Συνώνυμα
    • γεμώ
    • γεμίζω
    • γεμίζω
    • γεμίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδειάζω
    • εκκενώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να γεμίζω κάτι με κάποιο υλικό ή αντικείμενο.
    • Να γεμίζω κάποιο χώρο με ανθρώπους ή πράγματα.
    • Να γεμίζω κάποιο χρονικό διάστημα με δραστηριότητες ή γεγονότα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Γέμισα το ποτήρι με νερό.
    • Η αίθουσα γέμισε με κόσμο.
    • Η ημέρα μου γέμισε με δουλειές.
    3