Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεμίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίσω
-
γεμίζω
)
Συνώνυμα
γεμίζω
γεμίζει
γεμίσει
γεμίσουν
4
Αντώνυμα
αδειάζω
εκκενώνω
2
Ορισμός
Να γεμίσω κάτι σημαίνει να το γεμίσω με κάτι, να το γεμίσω με περιεχόμενο ή να το γεμίσω με αντικείμενα.
Να γεμίσω μπορεί επίσης να σημαίνει να καλύψω πλήρως ένα χώρο ή μια επιφάνεια.
2
Παραδείγματα
Θα γεμίσω το ποτήρι με νερό.
Πρέπει να γεμίσω την αίθουσα με έπιπλα.
2