1. Λέξη
    γκρεμίζω (ρήμα) - (παρόμοια: γκρεμίσω - γκρεμίζομαι - γεμίζω - γκρεμός - γκρεμιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • ριγώ
    • καταρρέω
    • καταρρίπτω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χτίζω
    • ανορθώνω
    • εγκαθιστώ
    • στερεώνω
    4
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ την πτώση ή την καταστροφή ενός κτιρίου ή κατασκευής.
    • Καταστρέφω συστηματικά ή ολοκληρωτικά.
    • Προκαλώ την αποτυχία ή την καταστροφή κάποιου πλάνου, ιδέας κ.λπ.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σεισμός γκρέμισε πολλά κτίρια στο κέντρο της πόλης.
    • Η οικονομική κρίση γκρέμισε τις ελπίδες πολλών επιχειρηματιών.
    • Οι κακές αποφάσεις του διευθυντή γκρέμισαν την εταιρεία.
    3