Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρεμίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίσω
-
γκρεμίζομαι
-
γεμίζω
-
γκρεμός
-
γκρεμιστώ
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
ριγώ
καταρρέω
καταρρίπτω
4
Αντώνυμα
χτίζω
ανορθώνω
εγκαθιστώ
στερεώνω
4
Ορισμός
Προκαλώ την πτώση ή την καταστροφή ενός κτιρίου ή κατασκευής.
Καταστρέφω συστηματικά ή ολοκληρωτικά.
Προκαλώ την αποτυχία ή την καταστροφή κάποιου πλάνου, ιδέας κ.λπ.
3
Παραδείγματα
Ο σεισμός γκρέμισε πολλά κτίρια στο κέντρο της πόλης.
Η οικονομική κρίση γκρέμισε τις ελπίδες πολλών επιχειρηματιών.
Οι κακές αποφάσεις του διευθυντή γκρέμισαν την εταιρεία.
3