Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρεμίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίζω
-
γεμίσω
-
γκρεμός
-
γκρεμίζομαι
-
γκρεμιστώ
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χτυπώ
ρίχνω κάτω
3
Αντώνυμα
χτίζω
ανορθώνω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να ρίξω κάτι κάτω με βία, συνήθως προκαλώντας καταστροφή.
Να καταστρέψω κάτι εντελώς.
Να κάνω κάτι να πέσει ή να καταρρεύσει.
3
Παραδείγματα
Οι εργάτες πρόκειται να γκρεμίσουν το παλιό κτίριο αύριο.
Ο σεισμός γκρέμισε πολλά σπίτια στην πόλη.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να γκρεμίσει τις παράνομες κατασκευές.
3