1. Λέξη
    γκρεμίσω (ρήμα) - (παρόμοια: γκρεμίζω - γεμίσω - γκρεμός - γκρεμίζομαι - γκρεμιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χτυπώ
    • ρίχνω κάτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χτίζω
    • ανορθώνω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να ρίξω κάτι κάτω με βία, συνήθως προκαλώντας καταστροφή.
    • Να καταστρέψω κάτι εντελώς.
    • Να κάνω κάτι να πέσει ή να καταρρεύσει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι εργάτες πρόκειται να γκρεμίσουν το παλιό κτίριο αύριο.
    • Ο σεισμός γκρέμισε πολλά σπίτια στην πόλη.
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε να γκρεμίσει τις παράνομες κατασκευές.
    3