Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεμιστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γεμιστήρας
-
ανελκυστήρας
-
αναπτήρας
-
αντιδραστήρας
-
αναπνευστήρας
)
Συνώνυμα
ανεμιστήρι
φτερωτή
βεντάλια
3
Αντώνυμα
θερμάστρα
καλοριφέρ
2
Ορισμός
Μηχανικό ή ηλεκτρικό όργανο που δημιουργεί αέρα για να δροσίσει ή να αερίσει ένα χώρο.
Συσκευή που περιστρέφει φτερά ή λεπίδες για να παράγει ροή αέρα.
2
Παραδείγματα
Ο ανεμιστήρας στο γραφείο με βοηθάει να αντέχω τη ζέστη το καλοκαίρι.
Άναψε τον ανεμιστήρα γιατί ο αέρας είναι πολύ βαρύς σήμερα.
2