1. Λέξη
    ανεμιστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γεμιστήρας - ανελκυστήρας - αναπτήρας - αντιδραστήρας - αναπνευστήρας)
  2. Συνώνυμα
    • ανεμιστήρι
    • φτερωτή
    • βεντάλια
    3
  3. Αντώνυμα
    • θερμάστρα
    • καλοριφέρ
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανικό ή ηλεκτρικό όργανο που δημιουργεί αέρα για να δροσίσει ή να αερίσει ένα χώρο.
    • Συσκευή που περιστρέφει φτερά ή λεπίδες για να παράγει ροή αέρα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανεμιστήρας στο γραφείο με βοηθάει να αντέχω τη ζέστη το καλοκαίρι.
    • Άναψε τον ανεμιστήρα γιατί ο αέρας είναι πολύ βαρύς σήμερα.
    2