Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ευγενικός
-
ενικός
-
γενετικός
-
γενικά
-
γειτονικός
-
γερμανικός
-
γονικός
-
γενικώς
-
γενιά
-
γενεαλογικός
-
γευστικός
-
μηδενικός
-
αρσενικός
)
Συνώνυμα
συνολικός
ολικός
καθολικός
3
Αντώνυμα
ειδικός
συγκεκριμένος
μερικός
3
Ορισμός
Που αναφέρεται ή εφαρμόζεται σε όλο το εύρος μιας κατηγορίας ή ομάδας.
Που δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία ή λεπτομέρειες.
2
Παραδείγματα
Η γενική άποψη είναι ότι πρέπει να βελτιώσουμε τις συνθήκες εργασίας.
Η γενική διάθεση της κοινότητας ήταν θετική μετά την ανακοίνωση.
2