1. Λέξη
    γενικώς (επίρρημα) - (παρόμοια: γενικά - γενικός - γενιά)
  2. Συνώνυμα
    • συνολικά
    • ολικά
    • κατά κανόνα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειδικώς
    • λεπτομερώς
    • ατομικά
    3
  4. Ορισμός
    • με τρόπο που αφορά το σύνολο ή τη γενική εικόνα
    • χωρίς να εξετάζονται λεπτομέρειες ή εξαιρέσεις
    • συνήθως, κατά κανόνα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Γενικώς, οι άνθρωποι προτιμούν τη ζέστη από το κρύο.
    • Η έκθεση αξιολογεί γενικώς θετικά την απόδοση της ομάδας.
    • Γενικώς, η ποιότητα των προϊόντων είναι ικανοποιητική.
    3