Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενικώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
γενικά
-
γενικός
-
γενιά
)
Συνώνυμα
συνολικά
ολικά
κατά κανόνα
3
Αντώνυμα
ειδικώς
λεπτομερώς
ατομικά
3
Ορισμός
με τρόπο που αφορά το σύνολο ή τη γενική εικόνα
χωρίς να εξετάζονται λεπτομέρειες ή εξαιρέσεις
συνήθως, κατά κανόνα
3
Παραδείγματα
Γενικώς, οι άνθρωποι προτιμούν τη ζέστη από το κρύο.
Η έκθεση αξιολογεί γενικώς θετικά την απόδοση της ομάδας.
Γενικώς, η ποιότητα των προϊόντων είναι ικανοποιητική.
3