Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
γενικός
-
γενικώς
-
ευγενικά
-
γενιά
)
Συνώνυμα
συνολικά
κατά κανόνα
συχνά
3
Αντώνυμα
συγκεκριμένα
εξαιρετικά
σπάνια
3
Ορισμός
Χωρίς να εστιάζουμε σε λεπτομέρειες, με γενικό τρόπο.
Σε γενικές γραμμές, χωρίς να εξετάζουμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
2
Παραδείγματα
Γενικά, οι άνθρωποι προτιμούν τον ήλιο από τη βροχή.
Η εταιρεία λειτουργεί γενικά καλά, παρά τις οικονομικές δυσκολίες.
2