1. Λέξη
    γενναιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γελοιότητα - γενναιόδωρα - γενναιόδωρος - βιαιότητα - αρχαιότητα - ματαιότητα - βεβαιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • θάρρος
    • ανδρεία
    • τολμηρότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • δειλία
    • φοβία
    • ατολμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος γενναίος, δηλαδή να δείχνει θάρρος και ανδρεία σε δύσκολες καταστάσεις.
    • Η ψυχική δύναμη που επιτρέπει σε κάποιον να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ή τον πόνο χωρίς φόβο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γενναιότητα του στρατιώτη αναγνωρίστηκε μετά τη μάχη.
    • Είχε μεγάλη γενναιότητα και αντιμετώπισε τη νόσο χωρίς παράπονα.
    2