1. Λέξη
    βεβαιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αβεβαιότητα - βιαιότητα - αρχαιότητα - ματαιότητα - ακεραιότητα - γενναιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • σιγουριά
    • εμπιστοσύνη
    • ασφάλεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβεβαιότητα
    • αμφιβολία
    • αστάθεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάτι βέβαιο ή σίγουρο.
    • Η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ή αβεβαιότητα.
    • Η εμπιστοσύνη ή η σιγουριά σε κάτι ή κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η βεβαιότητα της απόφασης του έδωσε κουράγιο.
    • Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πότε θα επιστρέψει.
    • Η βεβαιότητα της επιτυχίας τον έκανε να συνεχίσει.
    3