Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βεβαιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αβεβαιότητα
-
βιαιότητα
-
αρχαιότητα
-
ματαιότητα
-
ακεραιότητα
-
γενναιότητα
)
Συνώνυμα
σιγουριά
εμπιστοσύνη
ασφάλεια
3
Αντώνυμα
αβεβαιότητα
αμφιβολία
αστάθεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάτι βέβαιο ή σίγουρο.
Η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ή αβεβαιότητα.
Η εμπιστοσύνη ή η σιγουριά σε κάτι ή κάποιον.
3
Παραδείγματα
Η βεβαιότητα της απόφασης του έδωσε κουράγιο.
Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πότε θα επιστρέψει.
Η βεβαιότητα της επιτυχίας τον έκανε να συνεχίσει.
3