Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννητικό (επίθετο) - (παρόμοια:
γεννηθώ
-
γεννηθεί
)
Συνώνυμα
γονιμοποιητικός
αναπαραγωγικός
δημιουργικός
3
Αντώνυμα
στειρικός
άγονος
αποστειρωτικός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τη γέννηση ή την αναπαραγωγή
που συμβάλλει στη δημιουργία ή στην παραγωγή
που έχει σχέση με τα γεννητικά όργανα ή τη σεξουαλικότητα
3
Παραδείγματα
Τα γεννητικά όργανα είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή.
Η γεννητική ικανότητα του εδάφους καθορίζει την παραγωγικότητά του.
Οι ορμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη γεννητική λειτουργία του οργανισμού.
3