1. Λέξη
    γεννητικό (επίθετο) - (παρόμοια: γεννηθώ - γεννηθεί)
  2. Συνώνυμα
    • γονιμοποιητικός
    • αναπαραγωγικός
    • δημιουργικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • στειρικός
    • άγονος
    • αποστειρωτικός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τη γέννηση ή την αναπαραγωγή
    • που συμβάλλει στη δημιουργία ή στην παραγωγή
    • που έχει σχέση με τα γεννητικά όργανα ή τη σεξουαλικότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τα γεννητικά όργανα είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή.
    • Η γεννητική ικανότητα του εδάφους καθορίζει την παραγωγικότητά του.
    • Οι ορμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη γεννητική λειτουργία του οργανισμού.
    3