Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννηθεί
-
γεννώ
-
γεννητικό
-
γεννάω
-
γεννημένος
)
Συνώνυμα
γεννιέμαι
γεννώμαι
έρχομαι στον κόσμο
3
Αντώνυμα
πεθαίνω
αποβιώνω
εξαφανίζομαι
3
Ορισμός
Να έρχομαι στη ζωή, να ξεκινάω την ύπαρξή μου.
Να προέρχομαι από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή τόπο.
2
Παραδείγματα
Γεννήθηκα το 1990 στην Αθήνα.
Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
2