1. Λέξη
    γεννηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: γεννηθεί - γεννώ - γεννητικό - γεννάω - γεννημένος)
  2. Συνώνυμα
    • γεννιέμαι
    • γεννώμαι
    • έρχομαι στον κόσμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεθαίνω
    • αποβιώνω
    • εξαφανίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να έρχομαι στη ζωή, να ξεκινάω την ύπαρξή μου.
    • Να προέρχομαι από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή τόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Γεννήθηκα το 1990 στην Αθήνα.
    • Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
    2