1. Λέξη
    γεννιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: γελιέμαι - γαμιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • γεννώμαι
    • γεννώ
    • γεννάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεθαίνω
    • αποθνήσκω
    2
  4. Ορισμός
    • Να έρχομαι στη ζωή, να προέρχομαι από κάποιον ή κάτι.
    • Να αρχίζω να υπάρχω ή να εμφανίζομαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν γεννιέται ένα παιδί, είναι μια σημαντική στιγμή για την οικογένεια.
    • Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
    2