Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γελιέμαι
-
γαμιέμαι
)
Συνώνυμα
γεννώμαι
γεννώ
γεννάω
3
Αντώνυμα
πεθαίνω
αποθνήσκω
2
Ορισμός
Να έρχομαι στη ζωή, να προέρχομαι από κάποιον ή κάτι.
Να αρχίζω να υπάρχω ή να εμφανίζομαι.
2
Παραδείγματα
Όταν γεννιέται ένα παιδί, είναι μια σημαντική στιγμή για την οικογένεια.
Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
2