1. Λέξη
    γελιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: ξεγελιέμαι - γεννιέμαι - γαργαλιέμαι - γαμιέμαι - φιλιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • γελάω
    • χαμογελώ
    • γελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κλαίω
    • λυπάμαι
    • θλίβομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω διακριτικά ή αθόρυβα την ευχαρίστηση ή την ειρωνεία μου.
    • Παρουσιάζω χαρά ή ευχαρίστηση μέσω της έκφρασης του προσώπου, συνήθως με ένα χαμόγελο ή γέλιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν άκουσα το αστείο, άρχισα να γελιέμαι.
    • Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελιέται όταν τον κοίταζε.
    2