Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γαμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γαργαλιέμαι
-
γελιέμαι
-
κρεμιέμαι
-
γεννιέμαι
)
Συνώνυμα
πηδιέμαι
γαμώμαι
σκύβω
3
Αντώνυμα
αγαπώμαι
σεβάζομαι
τιμάμαι
3
Ορισμός
Υποβάλλομαι σε σεξουαλική πράξη, συνήθως με υποτιμητικό ή βίαιο τρόπο.
Βρίσκομαι σε δύσκολη ή άσχημη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μην αφήνεις κανέναν να σε γαμάει έτσι.
Γαμιέμαι στη δουλειά αυτές τις μέρες.
2