1. Λέξη
    γαμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: γαργαλιέμαι - γελιέμαι - κρεμιέμαι - γεννιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • πηδιέμαι
    • γαμώμαι
    • σκύβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγαπώμαι
    • σεβάζομαι
    • τιμάμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Υποβάλλομαι σε σεξουαλική πράξη, συνήθως με υποτιμητικό ή βίαιο τρόπο.
    • Βρίσκομαι σε δύσκολη ή άσχημη κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην αφήνεις κανέναν να σε γαμάει έτσι.
    • Γαμιέμαι στη δουλειά αυτές τις μέρες.
    2