Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όγκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φιόγκος
-
γκος
)
Συνώνυμα
μάζα
κομμάτι
σωρός
3
Αντώνυμα
λεπτότητα
αραιότητα
2
Ορισμός
Μια μεγάλη ποσότητα ή ποσότητα υλικού που συγκεντρώνεται μαζί.
Ένα σώμα με σημαντικό μέγεθος ή όγκο.
2
Παραδείγματα
Ο όγκος του νερού στη λίμνη αυξήθηκε μετά τις βροχές.
Ο γιατρός εξέτασε τον όγκο που είχε σχηματιστεί στο χέρι του ασθενούς.
2