Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρι (επίθετο) - (παρόμοια:
γκριν
-
γκριλ
-
γκρέι
-
γκάρι
-
γκρινιάζω
-
γκριμάτσα
)
Συνώνυμα
γκρίζος
αχνός
αμυδρός
3
Αντώνυμα
έγχρωμος
ζωηρός
λαμπερός
3
Ορισμός
Χρώμα που βρίσκεται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ζωντάνιας ή ενδιαφέροντος.
2
Παραδείγματα
Ο ουρανός ήταν γκρι από τα σύννεφα.
Η γκρι απόχρωση του τοίχου έδινε μια μονοτονία στο δωμάτιο.
2