1. Λέξη
    γκρι (επίθετο) - (παρόμοια: γκριν - γκριλ - γκρέι - γκάρι - γκρινιάζω - γκριμάτσα)
  2. Συνώνυμα
    • γκρίζος
    • αχνός
    • αμυδρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • έγχρωμος
    • ζωηρός
    • λαμπερός
    3
  4. Ορισμός
    • Χρώμα που βρίσκεται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ζωντάνιας ή ενδιαφέροντος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ουρανός ήταν γκρι από τα σύννεφα.
    • Η γκρι απόχρωση του τοίχου έδινε μια μονοτονία στο δωμάτιο.
    2